- εὐσύνοπτον
- εὐσύνοπτοςeasily taken in at a glancemasc/fem acc sgεὐσύνοπτοςeasily taken in at a glanceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благосъчьтаньныи — (4*) пр. Хорошо составленный, слаженный, стройный, гармоничный: iмена же си˫а хотѩщимъ ѡбрѣсти сказавъ i число. чiсл(ь)ными грамотами. бл҃госочтаньно ˫ако же мнѩ по моеi силѣ. сложѣниѥ створiхъ сiм же ѡбразомь. оу(с)тавихъ изложениѥ. КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευσύνοπτος — η, ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, ον) αυτός που συνοράται εύκολα, τού οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που τό αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.) || (νεοελλ. μσν.) 1. συνοπτικός, συντομευμένος 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek